Oinochoe Lid (en), Oinochoendeckel (de), κάλυμμα οινοχόης (el)
Definitions
en
Made to fit the trefoil mouth of the vase, rough oinochoe lids are very common in the Orientalizing phase of Corinthian pottery.
de
Hergestellt um in die kleeblattförmige Mündung eines Gefäßes zu passen. Grobe Oinochoendeckel sind in der orientalisierenden
Phase der korinthischen Keramik häufig.
el
Το κάλυμμα αυτού του είδους προοριζόταν για το τριφυλλόσχημο στόμιο του αγγείου. Αδρά κατασκευασμένα καλύμματα ήταν πολύ κοινά
κατά την ανατολίζουσα φάση της κορινθιακής κεραμικής.